Tέλη κυκλοφορίας: Παραγράφονται όλες οι οφειλές και τα πρόστιμα πέραν της 5ετίας


Στην παραγραφή όλων των αξιώσεων για τέλη κυκλοφορίας που εκκρεμούν πέραν της 5ετίας οδηγεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που ορίζει τα χρονικά όρια που έχει η διοίκηση για να αξιώσει χρηματικά ποσά.

Η απόφαση αυτή ανατρέπει πλήρως την πάγια θέση της φορολογικής διοίκησης ότι ο χρόνος παραγραφής των τελών κυκλοφορίας είναι 20ετής, και έρχεται να εναρμονιστεί πλήρως με παλαιότερες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ (Ολομέλεια ΣτΕ, 2017) σχετικά με φορολογικές υποθέσεις, στις οποίες αποφάνθηκε ρητά πως η παραγραφή είναι 5ετής.

Η απόφαση

Η υπ΄ αριθμόν 1611/2020 απόφαση του Δ’ Τμήματος σε Επταμελή Σύνθεση αφορά αίτηση αναίρεσης του Ειδικού Διαβαθμιδικού Συνδέσμου Νομού Αττικής (ΕΔΣΝΑ) που είναι ο αρμόδιος φορέας διαχείρισης στερεών αποβλήτων της Αττικής κατά της απόφασης 4815/2018 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε προσφυγή του κατά των εγγραφών του στους χρηματικούς καταλόγους του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Ψυχικού α) 29/23-12-2016 (αριθμός ταμειακής βεβαίωσης 8073/23-12-2016) για τέλη κυκλοφορίας οχημάτων και πρόστιμα λόγω μη καταβολής, οικονομικών ετών 1996-2001, συνολικού ύψους 49.958,53 ευρώ,

β) 4/23-2-2017 (Α.Τ.Β. 1148/24-2-2017) για τέλη κυκλοφορίας οχημάτων και πρόστιμα λόγω μη καταβολής, οικονομικών ετών 2002-2016, συνολικού ύψους 138.079 ευρώ και

γ) 6/13-3-2017 (Α.Τ.Β. 1546/15-3-2017) για τέλη κυκλοφορίας οχημάτων και πρόστιμα λόγω μη καταβολής, οικονομικών ετών 2002-2013 και 2015, συνολικού ύψους 63.659,50 ευρώ.

Διαγραφή

To δικαστήριο τελικά αναφέρει στο δια ταύτα πως «…κρατεί εν μέρει την υπόθεση, δικάζει και δέχεται την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά στο σύνολο των εγγραφών του 29/23.12.2016 χρηματικού καταλόγου για τέλη κυκλοφορίας οχημάτων των ετών 1998-2001 και πρόστιμα λόγω μη καταβολής των εν λόγω τελών. Ακυρώνει το σύνολο των εγγραφών του 29/23.12.2016 χρηματικού καταλόγου για τέλη κυκλοφορίας οχημάτων των ετών 1998-2001 και πρόστιμα λόγω μη καταβολής των τελών αυτών».

Κι αυτό γιατί έκρινε ότι «η πενταετής προθεσμία για τη βεβαίωση των τελών κυκλοφορίας παρίσταται επαρκής για την άσκηση της εν λόγω εξουσίας της φορολογικής αρχής, περαιτέρω δε και εύλογη» απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της φορολογικής διοίκησης που ζητούσε να ισχύσει ο 20ετής χρόνος παραγραφής στηριζόμενη στο γενικό άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, ελλείψει ρητής μνείας στη νομοθεσία.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου (σκέψη 6 η ) «…η εικοσαετία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εύλογη, συνάδουσα προς την αρχή της αναλογικότητας, διάρκεια του κατά κανόνα χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων». Επίσης κατά το Δικαστήριο « … οι ως άνω διατάξεις ενόψει της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, έχουν την έννοια ότι βεβαίωση των τελών κυκλοφορίας σε περίπτωση μη καταβολής ή μειωμένης καταβολής αυτών, καθώς και των τυχόν οφειλομένων προστίμων, δεν μπορεί να χωρήσει μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, για το οποίο αυτά οφείλονται (πρβλ.ΣτΕ 2656/2018)».

Η ολομέλεια

Ουσιαστικά η απόφαση αυτή επαναλαμβάνει όσα έλεγε η αρ. 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που είχε κρίνει ότι η παραγραφή για φορολογικά ζητήματα πρέπει να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, ώστε :

α) να είναι δυνατή η άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου, χωρίς όμως να ενθαρρύνεται η απραξία των αρμοδίων διοικητικών αρχών, την οποία ενθαρρύνει η μεγάλη διάρκεια του χρόνου της παραγραφής και

β) να μην αφήνονται οι διοικούμενοι έκθετοι σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου ή στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, αλλά και να αντιμετωπίσουν τις προκύπτουσες από τον έλεγχο αυτό οικονομικές υποχρεώσεις.

Ο συνήγορος του Πολίτη

Το θέμα της παραγραφής των τελών κυκλοφορίας είχε επισημανθεί από το 2014 από τον συνήγορο του Πολίτη, που με έγγραφό του προς το Υπουργείο Οικονομικών τόνιζε ότι η αξίωση της διοίκησης από τον πολίτη να τηρεί αρχείο που ανάγεται σε εικοσαετία είναι καταχρηστική, ενώ οι φορολογούμενοι φέρουν το βάρος της απόδειξης, ακόμη και σε περιπτώσεις παραλείψεων ή σφαλμάτων που βαρύνουν τις οικονομικές υπηρεσίες ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο η φορολογική διοίκηση παρά την πιο πάνω παρέμβαση δεν άλλαξε στάση.