"Στο ύψωμα... στο ύψωμα φώναξε μέσ'στη νύχτα.
Έλα πιες ένα νεράκι... και να σου πω παππού, μιάς κι είσαι ξύπνιος... δεν κρυώνατε εκεί πάνω;
Πώς δεν κρυωναμε... αλλά είχαμε φωτιά στα σωθικά μας...
Και προς το ύψωμα πως τρέχατε με τα πόδια ξυλιασμένα,μουδιασμένα, ανύπαρκτα;
Ξέρεις τί δύναμη έχουν αγόρι μου, τα φτερά τής ψυχής;
Η πρώτη αχτίδα πέρασε απ'τις γρίλιες.. είναι απίστευτο πόσο φώς περνάει απ' τις γρίλιες.
Χρόνια πολλά είπε... κι αποκοιμήθηκε...".