Δήμος Δάφνης Υμηττού - Όλγα Χριστινάκη: Με απερίγραπτο πόνο, για όλα τα παιδιά, που δεν είναι το δικό μας παιδί, αλλά είναι παιδιά μας!

 


Κοιτάς το ρολόι πάνω στον τοίχο. Έτοιμα τα ρούχα. Φρεσκοσιδερωμένα και τακτοποιημένα στο σακ βουαγιάζ. Όλο το τριήμερο έπλενες, αλλά χαλάλι. Εξάλλου την πιο πολύ ώρα έλειπε. Νιάτα, σκέφτηκες και χαμογέλασες. Έτοιμα και τα ταπεράκια.
-Πολλά έβαλες ρε μαμά. -Δεν πειράζει, πρέπει να τρως σωστά. Όχι μόνο ποτά και ξενύχτια, έχεις και μαθήματα να περάσεις. Να δώσεις ντολμαδάκια και στη φίλη σου τη Μαρία, πολύ της αρέσανε μου είπε την άλλη φορά. Ξέχασα να βάλω και το βάζο με το μέλι. Πήγαινε φέρτο. Είναι στον πάγκο της κουζίνας. -Άσε ρε μαμά, δεν αντέχω να σηκώνω τόσο βάρος, φτάνει. -Καλά, θα στο στείλω με το δέμα. Η ζακέτα σου, που είναι η ζακέτα σου η μπλε; Αυτή να βάζεις. Μη σε ξεγελάει η Άνοιξη, στον Βορρά έχει κρύο.
«Ζακέτα να βάλεις», πετά πειραχτικά και φεύγει στο μέσα δωμάτιο. Κοιτάς το σακ βουαγιάζ. Τρέμουν τα χέρια σου. Κάθε φορά που φεύγει το ίδιο τρέμουλο. Πώς πέρασε έτσι το τριήμερο. Πως πέρασε έτσι η ζωή. Πότε το κράτησες για πρώτη φορά αγκαλιά, πότε ξενύχτησες στο προσκεφάλι του τότε που ψηνόταν από πυρετό, πότε του έκανες παιχνίδια για να μάθει την προπαίδεια, μην τυχόν και δεν μάθαινε την προπαίδεια, πότε του έσφιγγες το χέρι για να του κάνουν ράμματα στο κέντρο υγείας εκείνου του χωριού, πότε το παρηγόρησες στην πρώτη ερωτική απογοήτευση, πότε του κρατούσες το βιβλίο να σου πει το μάθημα για τις πανελλήνιες. Οι πανελλήνιες..... Και ύστερα; Ύστερα ήρθαν τα αποτελέσματα. Στη σχολή που ήθελε, που ονειρευόταν. Σε άλλη πόλη όμως.
-Μαμά, δεν μας παίρνει οικονομικά, το ξέρω. Θα ξαναδώσω. Ή θα πάω σε μια άλλη σχολή. -Μας παίρνει και μας παραπαίρνει. Θα ακολουθήσεις το όνειρό σου, ακούς; Θα βρούμε εμείς τον τρόπο, μη σκας. Κάτι θα κόψουμε από δω, κάτι από κει, να, είπαν και στον μπαμπά σου για αυτή τη βραδινή δουλειά, θα τα καταφέρουμε. Μόνο να προσέχεις, ακούς; Και να έρχεσαι τις αργίες να μας βλέπεις, ακούς;.
Σηκώνεις το σακ βουαγιάζ. Είναι βαρύ. Πολλά τα ταπεράκια όντως. Ίσως να έβγαζες μερικά. Κάνεις να το ανοίξεις. Πετάγεται από το δωμάτιο με φούρια. - Έτοιμη; Ήρθαν τα παιδιά να με πάρουν. -Να μη σε πάω εγώ στο σταθμό; Είναι βαρύ τούτο το πράγμα. -Αφού τα είπαμε ρε μαμά, θα πάω με την παρέα. -Θα ξεμεσιαστείς. -Εσύ φταις που δεν μ’ άφησες να πάω με τον Νίκο και την Ιωάννα με το αμάξι. -Σου έχω πει, τα φοβάμαι τα αμάξια στην εθνική. Νέος οδηγός, μην τρέχει κιόλας. Άσε καλύτερα, να χουμε τον νου μας ήσυχο. -Καλά, καλά, πάω τώρα. Να μου φιλήσεις τον μπαμπά. -Θα στον φιλήσω. Να προσέχεις. Και πάρε με μόλις φτάσεις. Μια αγκαλιά, ένα σ' αγαπώ και η πόρτα κλείνει. Μια απέραντη σιωπή.
Πάνω στον καναπέ η μπλε ζακέτα, ξεχασμένη. Την παίρνεις στα χέρια, μυρίζει παιδί. «Ζακέτα να βάλεις», μονολογείς και πικροχαμογελάς. Στην άλλη βόλτα, σκέφτεσαι, που θα χει μπει για τα καλά η Άνοιξη. Κουρασμένη σε παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάς απότομα, σαν να άκουσες ένα δυνατό μπαμ. Το βάζο με το μέλι, λες, θα το ριξε η γάτα απ’ τον πάγκο, λες. Σηκώνεσαι και πας ως την κουζίνα. Όλα στη θέση τους. Όλα καλά. Μόνο μια απέραντη σιωπή. Και μια απροσδιόριστη ταραχή. Κοιτάς το ρολόι στον τοίχο, υπολογίζοντας σε πόση ώρα θα χει φτάσει. Κοιτάς το κινητό για κάποιο μήνυμα. Τίποτα ακόμα. Κάποια καθυστέρηση θα χε το τρένο πάλι. Κάθεσαι στον καναπέ, παίρνεις στα χέρια σου τη ζακέτα, τη μυρίζεις, τη φιλάς, την αγκαλιάζεις. «Ζακέτα να βάλεις», σε ακούς να λες και με το άλλο χέρι πιάνεις το τηλεκοντρόλ να δεις κάτι να ξεχαστείς, ώσπου να περάσει η ώρα. Πατάς το «on»……….........................
Με απερίγραπτο πόνο, για όλα τα παιδιά, που δεν είναι το δικό μας παιδί, αλλά είναι παιδιά μας!
Όλγα Χριστινάκη